Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Τελικά φταίνε οι γονείς μας για όλα τα προβλήματά μας και για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας;



Όλα ξεκινούν από τον… Φρόιντ

Ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε συστηματικά τον βαθμό επίδρασης που έχουν οι γονείς μας στην προσωπικότητα και την ψυχο-συναισθηματική μας ζωή ήταν ο Σίγκμουντ Φρόιντ. Ο Φρόιντ ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ψυχολογίας και επινοητής της μεθόδου «ξάπλωσε στο ντιβάνι και πες μου για τα συναισθήματά σου» – αυτό που μετά από πολλές μετεξελίξεις γνωρίζουμε σήμερα οι περισσότεροι ως ψυχοθεραπεία.  Η βασική ιδέα του Φρόιντ ήταν ότι αν κατάφερνε να φέρει στην επιφάνεια τα ξεχασμένα αρνητικά συναισθήματα του ατόμου προς τους γονείς του, θα το ανακούφιζε από την παρουσία των συμπτωμάτων.

Με τις γνώσεις που έχουμε σήμερα και την ανάπτυξη πολλών και διαφορετικών ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, διαπιστώνουμε ότι παρόλο που ο Φρόιντ είχε δίκιο σε πολλά από αυτά που είπε, είχε άδικο και σε άλλα τόσα. Ωστόσο, η συμβολή του είναι απαραγνώριστη, αν σκεφτούμε ότι πριν από αυτόν, σχεδόν όλοι πίστευαν ότι ο βαθμός επιρροής των γονιών στην ζωή των παιδιών φτάνει μέχρι την… εκμάθηση καλών τρόπων συμπεριφοράς. Μολονότι ο βασικός του τρόπος να εξηγήσει πως οι γονείς επηρεάζουν το υποσυνείδητο του παιδιού και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο, ήταν για πολλούς κάπως περίεργος, (τα αγόρια θέλουν να σκοτώσουν υποσυνείδητα τον πατέρα για να κάνουν σεξ με την μητέρα και τα κορίτσια περνούν μια ζωή ευχόμενα να είχαν πέος και γι’ αυτό αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα προς την μητέρα), το όλο ζήτημα με τον ρόλο που έχουν οι γονείς στην ζωή των παιδιών δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.

Για ποιο λόγο θεωρούμε λοιπόν εμείς οι σύγχρονοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας ότι οι σχέσεις με τους γονείς ή τους πρώτους φροντιστές συνεχίζουν να επηρεάζουν την συμπεριφορά του ατόμου και στην ενήλικη ζωή; Πόσο μεγάλη είναι στην πραγματικότητα αυτή η επιρροή; Γιατί τείνουμε ως ενήλικες να κατηγορούμε τους γονείς για τα προβλήματά μας και πόσο βοηθητικό είναι κάτι τέτοιο; Μπορεί να μας «διδάξει» κάτι διαφορετικό η ψυχοθεραπεία;

 Η Θεωρία της Προσκόλλησης

Η πιο γνωστή και ευρέως αποδεκτή θεωρία γύρω από την σημασία που έχουν οι πρώιμες σχέσεις και ο τύπος δεσμού που θα αναπτύξει το παιδί με τους γονείς ή τους πρώτους φροντιστές, είναι η Θεωρία της Προσκόλλησης, η οποία προτάθηκε από τον John Bowlby την δεκαετία του ΄50 και αργότερα αναπτύχθηκε περισσότερο από την Mary Ainsworth.

Εν συντομία, η θεωρία υποστηρίζει ότι τα παιδιά που δεν έχουν αναπτύξει έναν ασφαλή δεσμό με τους γονείς τους (ή έναν από τους δύο), θα βιώσουν σημαντική συναισθηματική ανασφάλεια, όχι μόνο ως παιδιά, αλλά και αργότερα ως ενήλικες αναφορικά με το αν αξίζουν να αγαπηθούν ή/και να φροντιστούν από τους άλλους. Αυτή η συναισθηματική ανασφάλεια, θα επηρεάσει τον τρόπο που συνδέονται με πιθανούς ερωτικούς συντρόφους, φίλους ή ακόμα και με τα ίδια τους τα παιδιά.

Αρκετές διαχρονικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που είχαν αναπτύξει έναν ανασφαλή ή αγχώδη δεσμό με τους γονείς ή τους πρώτους φροντιστές τους και δεν αισθάνονταν αγαπητά, αποδεκτά ή/και ικανά να φροντίζουν τον εαυτό τους καθώς μεγάλωναν, αντιμετώπιζαν αργότερα ως ενήλικες μια δυσκολία να διαχειριστούν τα αρνητικά συναισθήματα, να ηρεμήσουν τον εαυτό τους όταν ένιωθαν άγχος και να νιώσουν εμπιστοσύνη απέναντι στους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζονταν.

Όταν μιλάμε για τους γονείς μέσα στην…θεραπεία

Όταν ένα άτομο αποφασίζει να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία λοιπόν, έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με τα επώδυνα συναισθήματα (όπως είναι ο θυμός, η οργή και επακόλουθη θλίψη για το ότι αισθάνεται έτσι) προς τα αγαπημένα του πρόσωπα που το έχουν τραυματίσει. Η αναγνώριση, η έκφραση και η βίωση αυτών των ξεχασμένων αρνητικών συναισθημάτων απέναντι στους γονείς, μέσα στο ασφαλές περιβάλλον της ψυχοθεραπείας, είναι απαραίτητη διαδικασία για να ξεφύγει το άτομο από τη διάθεση αυτό-κατηγορίας στην οποία είναι συχνά εγκλωβισμένο λόγω της αδυναμίας του να βρει μια αιτία για τις διάφορες ψυχικές δυσκολίες που βιώνει και να δώσει μια λύση στα αδιέξοδά του.

Ωστόσο, παρόλο που η μετατόπιση από την αυτό-κατηγορία στον δικαιολογημένο θυμό είναι ένα σημαντικό και απαραίτητο στάδιο της θεραπευτικής διαδικασίας, το να σταματήσουμε σε αυτό, μας εμποδίζει όχι μόνο να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας με τους γονείς (εφόσον το επιθυμούμε), αλλά και να δημιουργήσουμε υγιείς και ικανοποιητικές σχέσεις με τους συντρόφους και τα παιδιά μας. Πριν δούμε όμως πως μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας τον θυμό και τα υπόλοιπα επώδυνα συναισθήματα, ας αναρωτηθούμε πρώτα: ποιο είναι στην πραγματικότητα το μέγεθος της ευθύνης που έχουν οι γονείς μας για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην ζωή μας;

Γονίδια ή Περιβάλλον;

Ας φανταστούμε ότι έχουμε δύο μονοζυγωτικούς διδύμους (που μοιράζονται ακριβώς το ίδιο DNA) και τους χωρίσουμε μετά την γέννηση. Ο ένας θα μεγαλώσει σε μια οικογένεια στην Αθήνα και ο άλλος σε μια άλλη στην Θεσσαλονίκη. Μετά από χρόνια, ας υποθέσουμε ότι εντοπίζουμε αυτούς τους διδύμους και τους χορηγούμε μια σειρά από ψυχολογικά τεστ, δοκιμασίες προσωπικότητας και άλλα ερωτηματολόγια διερεύνησης της συμπεριφοράς και των επιλογών ζωής που έχουν κάνει. Πόσο όμοιοι ή διαφορετικοί θα είναι μεταξύ τους; Έχουν ακριβώς την ίδια γενετική σύνθεση, αλλά μεγαλώνουν σε διαφορετικά περιβάλλοντα, ανατρέφονται από διαφορετικούς γονείς και έχουν διαφορετικές εμπειρίες ζωής.

Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, οι ερευνητές έχουν μελετήσει εκατοντάδες τέτοιες περιπτώσεις διδύμων που για διάφορους λόγους έχουν χωριστεί μετά την γέννησή τους και έχουν διαπιστώσει ότι περίπου το 45% της προσωπικότητας και των μοτίβων της συμπεριφοράς μας οφείλεται στα γονίδιά μας, ενώ το 55% οφείλεται στο περιβάλλον, στις συνθήκες της ζωής μας και στις εμπειρίες μας.

Αν και είναι σίγουρα ενδιαφέρον αυτό το εύρημα μιας και αποτελεί απάντηση στο διαρκές ερώτημα για το αν η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από τα γονίδια ή από το περιβάλλον, οι ερευνητές ανακάλυψαν και κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Διαπίστωσαν ότι οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι που μεγαλώνουν στο ίδιο περιβάλλον μοιάζουν επίσης κατά 45% μεταξύ τους και διαφέρουν κατά 55%. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί η συμπεριφορά των γονέων για να διαμορφώσουμε τη δικιά μας προσωπικότητα και το δικό μας χαρακτήρα. Δεν αρκεί να είχαμε μια μητέρα που δεν μας αγκάλιαζε και δεν έδειχνε την τρυφερότητά της ή έναν πατέρα που ήταν συνεχώς απών και επικριτικός για να διαμορφώσουμε την πυρηνική πεποίθηση ότι «δεν μας αξίζει να αγαπηθούμε» ή ότι «δεν θα είμαστε ποτέ αρκετοί για τους άλλους ό,τι και να κάνουμε».

 Δεν «φταίνε» για όλα οι γονείς…

Η επιρροή της γονεϊκής συμπεριφοράς στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας είναι αναμφισβήτητη, αλλά είναι μόνο ένα μέρος του 55% αυτού που ονομάζουμε «περιβάλλον» και δεν είναι αναγκαστικά το πιο σημαντικό. Τα ψυχικά τραύματα συνεχίζουν να είναι τραύματα είτε προκαλούνται από τους γονείς, είτε από έναν οικογενειακό φίλο, είτε από έναν φροντιστή, είτε από έναν δάσκαλο, είτε από μία παρέα συνομήλικων. Επίσης, αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, κάποιες έρευνες έχουν δείξει ότι οι κοινωνικές σχέσεις και η αλληλεπίδραση με τους συνομήλικους επηρεάζουν ορισμένες φορές περισσότερο τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό και την αξία του (Harris, 2010).

Πέρα από τα ερευνητικά δεδομένα, αν πάρουμε μια πενταμελή οικογένεια ως παράδειγμα, η κλινική εμπειρία μάς δείχνει ότι η συμπεριφορά των γονέων ακόμα και όταν είναι σχετικά σταθερή και όμοια απέναντι στο κάθε παιδί, επηρεάζει με αρκετά διαφορετικό τρόπο τον χαρακτήρα που θα αναπτύξει το καθένα – κάτι που φανερώνει την αδιαμφισβήτητη σημασία των ιδιοσυγκρασιακών παραγόντων και του ταπεραμέντου που καθορίζουν ως ένα βαθμό το «προσωπικό αφήγημα» που λέμε στον εαυτό μας όταν βιώνουμε μια ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία.

 Η νοοτροπία του παιδιού-ενήλικα

Ως παιδιά, τείνουμε να εξιδανικεύουμε τους γονείς μας και να τους θεωρούμε «παντοδύναμους». Παρατηρούμε ότι έχουν κάθε φορά μια απάντηση για όλα, δείχνουν ότι ξέρουν τι κάνουν και αυτό μας προσφέρει την αίσθηση της ασφάλειας που έχουμε τόσο πολύ ανάγκη. Είμαστε σε μια περίοδο της ζωής μας που χρειαζόμαστε διαρκή βοήθεια, υποστήριξη και καθοδήγηση σχεδόν σε ό,τι και αν κάνουμε στη ζωή.

Όσο μεγαλώνουμε όμως, βλέπουμε ότι έχουν ελαττώματα και ίσως και κάποια προβλήματα, μερικά από τα οποία μπορεί να είναι ακόμα και σοβαρά. Καθώς ενηλικιωνόμαστε και μπαίνουμε στην δεύτερη δεκαετία της ζωής μας, συμβαίνει κάτι τρομακτικό – συνειδητοποιούμε ότι έχουμε και εμείς προβλήματα, πολλά από τα οποία είναι όμοια με αυτά που παρατηρούμε στους γονείς μας.

Είναι σχεδόν αδύνατο να μην κάνουμε τη συσχέτιση ανάμεσα στα δικά μας προβλήματα και σε αυτά των γονιών μας. Από την άλλη μεριά, ας μην ξεχνάμε ότι κανένας γονέας δεν είναι τέλειος, καθώς και ότι μπορεί να έχει την ίδια αρνητική επίδραση στην ζωή του παιδιού του, είτε το παραμελεί, είτε το υπερ-προστατεύει. Το να θεωρούμε λοιπόν τους γονείς μας αποκλειστικά υπεύθυνους για το ότι εμείς έχουμε μια περιορισμένη ζωή γεμάτη από προβλήματα, συντηρεί τη νοοτροπία που είχαμε ως παιδιά – μια νοοτροπία που μας έκανε αναντίρρητα να αισθανόμαστε ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί, αφού είχαμε τους άλλους να διευθετούν τα περισσότερα πράγματα (αν όχι όλα) για εμάς, καθώς και να αντιλαμβανόμαστε την ευθύνη σαν κάτι που μένει πάντα έξω από εμάς.

 «Συγχωρώ σημαίνει πριν από όλα κατανοώ και συμπονώ»

Παρόλο που το άτομο ενθαρρύνεται στη θεραπεία να έρθει σε επαφή με το θυμό και τα υπόλοιπα επώδυνα συναισθήματα, όπως και να αρχίζει να τα εκφράζει με έναν υγιή και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, μαθαίνει παράλληλα να αναλαμβάνει το πραγματικό ποσοστό της ευθύνης που του αναλογεί σε κάθε περίσταση. Αρχίζει να βλέπει τους γονείς του ως ανθρώπους με τις δικές τους ανασφάλειες, αδυναμίες και ελαττώματα και καταλαβαίνει ότι ίσως και εκείνοι μεγάλωσαν σε ένα γονεϊκό περιβάλλον που είχε τις δικές του δυσλειτουργίες.

Η μετάβαση από το στάδιο της βίωσης του θυμού και της οργής απέναντι στους γονείς στο στάδιο της συγχώρεσης, θέλει τον χρόνο της, έχει αρκετά πισωγυρίσματα, αλλά είναι καθοριστική για τη συνέχεια. Θα συνεχίσει να βλέπει το άτομο τον εαυτό του ως θύμα μιας ζωής που του έχουν επιβάλλει οι άλλοι, να αποποιείται τις ευθύνες του και να διαιωνίζει το φαύλο κύκλο της «μαθημένης αβοηθησίας» ή θα αντικρίσει με κατανόηση και συμπόνια όσα έχει βιώσει στο παρελθόν και συνειδητοποιήσει στο «εδώ και τώρα», αναλαμβάνοντας παράλληλα δράση για να δημιουργήσει τη δική του μοναδική ύπαρξη μέσα από τον δρόμο της αλλαγής;

 Πώς καταλαβαίνουμε ότι “θυματοποιούμαστε”;

Για να καταλάβουμε αν αναλαμβάνουμε το ρόλο του θύματος στη ζωή, υιοθετώντας όχι μόνο τη νοοτροπία του παιδιού-ενήλικα, αλλά και επηρεαζόμενοι από τη δυτικο-ευρωπαϊκή κουλτούρα της «θυματοποίησης» μέσα στην οποία ακόμα και η διαφορετική άποψη εκλαμβάνεται όλο και συχνότερα ως προσβολή, μπορούμε αρχικά να εξετάσουμε πόσο μας αντιπροσωπεύουν οι παρακάτω δηλώσεις:

  • Πιστεύω ότι κάποιο άλλο άτομο ή κάποιες «ατυχείς συνθήκες» δεν μου επιτρέπουν να κάνω το καλύτερο δυνατό που μπορώ όταν αποφασίζω να ασχοληθώ με κάτι.
  • Πιστεύω ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι γενικά πιο τυχεροί από εμένα.
  • Παρόλο που κάποιες λύσεις φαίνεται να βοηθούν τους άλλους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους, τα δικά μου προβλήματα είναι ιδιαίτερα και ξεχωριστά.
  • Περνώ αρκετό χρόνο κατηγορώντας τους άλλους για την συμπεριφορά τους και για τον τρόπο που αυτή με επηρεάζει.
  • Πιστεύω ότι σχεδόν πάντα τίποτα δεν πηγαίνει καλά στη ζωή μου.

 Αφήνοντας πίσω το θυμό και τα υπόλοιπα επώδυνα συναισθήματα

Η αναγνώριση των υιοθετημένων και δυσλειτουργικών γονεϊκών αξιών και η συνειδητοποίηση ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γονείς μας έκαναν το καλύτερο δυνατό που μπορούσαν, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μεγάλωσαν και εκείνοι σε ένα αυστηρό και «τιμωρητικό» περιβάλλον, να στερήθηκαν πράγματα και να είχαν ανεκπλήρωτες προσδοκίες, έχει τρία πιθανά οφέλη

  • Μας επιτρέπει να εδραιώσουμε μια πιο ικανοποιητική και ισότιμη σχέση μαζί τους και να σκεφτούμε ότι η απομάκρυνση από την οικογένεια δεν είναι η μόνη δυνατή λύση.
  • Μας επιτρέπει να θέσουμε τα προσωπικά μας όρια απέναντι στους γονείς, (οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις συνεχίζουν να είναι παρεμβατικοί στην ζωή μας), με σκοπό να μην νιώθουμε ότι κάνουμε υποχωρήσεις στις ανάγκες και τα «θέλω» μας, οι οποίες με την σειρά τους συντηρούν έναν θυμό που εκτονώνεται συνήθως απέναντι σε άλλα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μας.
  • Μας επιτρέπει να απομακρυνθούμε από τα δυσλειτουργικά γονεϊκά μοτίβα που μας προσέφεραν μέχρι τώρα ένα βόλεμα, αλλά περιόριζαν σημαντικά το εύρος των δικών μας δυνατοτήτων και να σπάσουμε τον κύκλο ενός συναισθηματικά ανασφαλή δεσμού που θα μπορούσε να διαιωνιστεί τόσο με τους ερωτικούς μας συντρόφους, όσο και με τα παιδιά μας.

 Συμπέρασμα

Θεωρώ ότι η πραγματική ενηλικίωση έρχεται μόνο όταν αφήσουμε στην άκρη τις παιδικές και ναρκισσιστικές προσδοκίες αναφορικά με το τι θα μπορούσαν να μας είχαν προσφέρει οι γονείς μας ή τι θα μπορούσαμε εμείς να είχαμε καταφέρει αν είχαμε την κατάλληλη ανατροφή.

Μέσα στην ψυχοθεραπεία, το άτομο καταλαβαίνει ότι η αλλαγή είναι ατομική υπόθεση – αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αναγνωρίζει τον πραγματικό βαθμό επιρροής των γονέων στην ζωή του, αλλά παραιτείται σταδιακά από την πεποίθηση ότι οι εκείνοι φταίνε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τώρα. Συνειδητοποιεί, ότι αυτά τα προβλήματα είναι δικά του και ότι παρόλο που δεν μπορεί να «ελέγξει» τα γονίδια ή το περιβάλλον στο οποίο έχει μεγαλώσει, είναι κάθε φορά αποκλειστικά υπεύθυνο για τις επιλογές που κάνει στο εδώ και τώρα.

Είναι νομίζω απελευθερωτικό να σκεφτόμαστε ότι οι γονείς μας δεν ήταν ποτέ οι άνθρωποι που μας έριξαν σε ένα πηγάδι από το οποίο σήμερα δεν μπορούμε να βγούμε. Βρίσκονταν και συνεχίζουν ενδεχομένως να βρίσκονται και εκείνοι μαζί μας μέσα σε αυτό, αλλά είναι ευθύνη του καθενός ξεχωριστά να αρχίσει να σκαρφαλώνει για να βγει από αυτό.

Γιώργος Κουντουράς

Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής

Πηγή

Αναρτήθηκε από chiourea.gr/  στο   ΑΥΤΟΒΕΛΤΙΩΣΗ / ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΖΩΗ

Διαβάστε επίσης:

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου