Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ BRAILLE
Ράνια
Χιουρέα, Δρ. Παν/μίου Γενεύης στην Εκπαίδευση των Τυφλών,
Σχολική
Σύμβουλος Π.Ε.
(Από την εισήγηση στο 4ο Πανελλήνιο
Συνέδριο του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης με
θέμα: «Σχολείο Ίσο για παιδιά Άνισα», Αθήνα, 4-6 Μαΐου 2007).
1. Τι είναι το σύστημα BRAILLE
Το braille
είναι ένα απτικό σύστημα ανάγνωσης και γραφής. Αποτελείται από ανάγλυφες
κουκκίδες που αντικαθιστούν τα γράμματα του αλφαβήτου και φέρει το όνομα ενός τυφλού Γάλλου, του Louis Braille, που το επινόησε. Η βάση του
είναι το «εξάστιγμο»: έξι ανάγλυφες κουκκίδες, τοποθετημένες ανά τρεις σε δυο
στήλες, όπως το έξι στο ζάρι. Για να προσδιορίζονται πιο εύκολα οι κουκκίδες είναι αριθμημένες από πάνω προς
τα κάτω 1-2-3 αριστερά και 4-5-6 δεξιά.
1
· · 4
2
· · 5
3 · · 6
Με αυτές τις έξι κουκκίδες
μπορούν να σχηματιστούν 63 συνδυασμοί.
Το braille διαβάζεται
από αριστερά προς τα δεξιά και από επάνω προς τα κάτω, όπως και η κοινή γραφή
βλεπόντων. Για να μάθει κανείς να διαβάζει με τα χέρια, χρειάζεται μεγάλη
εξάσκηση, ώστε να αποκτήσει τη σωστή κίνηση των χεριών και των δακτύλων και
κυρίως για να αναπτύξει την αφή (Χιουρέα, 1998).
2. Η ανάγνωση
με το σύστημα Braille
Οι Έλληνες τυφλοί μαθητές, διαβάζουν και γράφουν με
το «σύστημα braille» (μπράιγ ή μπρέιλ) όπως και όλοι
οι τυφλοί στον κόσμο.
Βασικός
στόχος στην Προσχολική Αγωγή και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση είναι να
αναπτύξουν οι μαθητές προσωπικές δεξιότητες που θεωρούνται θεμελιώδεις για να
ζήσουν στην κοινωνία. Μεταξύ αυτών των δεξιοτήτων, σημαντική θέση κατέχει η
κατάκτηση του προφορικού και του γραπτού λόγου (Curto, L.M., Morillo, M.M., Teixido, M.M. 1993). Για μεν τον προφορικό λόγο, οι στρατηγικές
και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούμε για τους βλέποντες μαθητές μπορούν σε γενικές
γραμμές να εφαρμόζονται και στους μη βλέποντες μαθητές. Όσον αφορά όμως το
γραπτό λόγο, εκεί υπάρχει η βασική διαφορά, λόγω του διαφορετικού κώδικα
γραμμάτων που χρησιμοποιούν οι απτικοί αναγνώστες και βέβαια λόγω του
διαφορετικού τρόπου εκμάθησής του. Παρακάτω θα μιλήσουμε για το μηχανισμό της
ανάγνωσης braille.
Η αναγνωστική
ικανότητα έχει ήδη προ πολλού αναγνωριστεί
ως κριτικός παράγων στη διαδικασία μάθησης των παιδιών. Το να μάθει
κανείς να διαβάζει είναι περίπλοκο θέμα, ανεξάρτητα από το περιβάλλον στο οποίο
αποκτιέται αυτή η εμπειρία (Bουγιούκας, 1987· Bradley, 1988).
Όσον αφορά την ανάγνωση των «βλεπόντων», διατείθεται πλούσια
βιβλιογραφία σε διάφορες γλώσσες. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για την
«απτική» ανάγνωση. Ιδιαίτερα στην
Ελλάδα, που ακόμα δεν έχουν γίνει μεγάλα βήματα στην έρευνα στον τομέα της
τυφλότητας γενικότερα, η σχετική βιβλιογραφία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Υπάρχουν όμως
αρκετές μελέτες στην αγγλική γλώσσα, άλλες σύγχρονες και άλλες πιο παλιές, αλλά
ενδιαφέρουσες. Επίσης έχουν γίνει και κάποιες έρευνες στη γαλλική γλώσσα, εκ
των οποίων μερικές αναφέρονται στην εκμάθηση της πρώτης ανάγνωσης με το σύστημα
braille (Lewi-Dumont, 1997).
Η ανάγνωση με το σύστημα Braille κίνησε το
ενδιαφέρον των ερευνητών εδώ και 100 χρόνια περίπου. Εξετάζοντας τη διεθνή
βιβλιογραφία, παρατηρούμε ότι η αρχή έγινε με τις πρώτες μελέτες της Uniform Type Committee (1908, 1910,
1912, 1913, 1915) όπου ερευνήθηκε σε βάθος ποια είναι η καλύτερη δομή του
«κελιού braille», ως προς το μέγεθός του, τον αριθμό κουκκίδων, τη θέση των κουκκίδων και τη
χρήση αντιθέσεων. Απόρροια αυτής της μελέτης είναι το ότι σήμερα
χρησιμοποιούνται οι 63 χαρακτήρες braille.
Επίσης μερικές δημοσιεύσεις αναφέρονται στα ψυχοφυσικά
φαινόμενα της ανάγνωσης braille, ενώ αρκετοί
ερευνητές εξέτασαν το πώς μαθαίνει κανείς να διαβάζει και να γράφει στο braille (Ethington,1956· Lewi-Dumont, 1997· Lowenfeld & Abel, 1967, 1969·
Newman & al., 1982· Newman, Hall, Foster, & Gupta, 1984). Ενδιαφέρον έχουν όμως και οι έρευνες που αφορούν την ταχύτητα
ανάγνωσης (de Leeuw, & de Leeuw, 1965·
Olson, 1976· Olson, Harlow & Williams, 1975) και τις παραμέτρους που μπορεί
να την επηρεάσουν, όπως οι κινήσεις των χεριών κατά την
ανάγνωση του braille και η απτική ικανότητα (Mangold, 1978· Olson et al.,1975,1977· Wormsley, 1981). Λόγω δε της ανησυχίας που αφορά τη σχετική βραδύτητα στην ανάγνωση
braille, πολλές έρευνες αφιερώθηκαν στα αναγνωστικά λάθη (Ashcroft, 1960,1961·
Flanigan & Joslin, 1969· Johnson, 1986· Jones & Wolffe, 1996· Lorimer, 1972·
Nolan & Kederis, 1969· Russier, 1996).
Σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης του braille, έχει παρατηρηθεί ότι οι τυφλοί σε γενικές γραμμές
διαβάζουν με τους δυο δείκτες, αλλά καμιά φορά χρησιμοποιούν και άλλα δάχτυλα,
κυρίως το μέσο (Foulke, 1982· Villey, 1931). Μια μελέτη δε του Foulke έδειξε ότι τα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνά του διάβαζαν πιο γρήγορα
χρησιμοποιώντας το δείκτη.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν
γίνει έρευνες για το πώς κατανέμεται
μεταξύ των δυο χεριών η δραστηριότητα της ανάγνωσης braille. Ο Heller ήδη το 1904 βεβαιώνει την υπεροχή της ανάγνωσης με τα δυο χέρια, δίνοντας
μια διαφορετική λειτουργία στο κάθε χέρι: το δεξί πρώτο συναντάει τους
χαρακτήρες/γράμματα και μετακινείται γρήγορα επάνω στις γραμμές, παρέχοντας μια
μερική πληροφόρηση, ενώ το αριστερό ακολουθεί για να επιβεβαιώσει αυτή την
πληροφόρηση. Αργότερα ο Eatman (1942) αναφέρει ότι οι περισσότεροι «απτικοί» αναγνώστες διαβάζουν με το
δείκτη, αλλά αυτοί που διαβάζουν με τους δυο δείκτες διαβάζουν πιο γρήγορα.
Αποδεδειγμένα η ανάγνωση με τα δυο χέρια υπερέχει σε ταχύτητα με σημαντική
μάλιστα διαφορά, από την ανάγνωση με το
ένα χέρι (Χιουρέα, 1998). Παρόμοιες έρευνες
γίνονται και στο εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου
Βρυξελλών.
Ο Portalier (1996)
μελέτησε επίσης την «παράλληλη» διεργασία των χεριών. Σύμφωνα
με τις έρευνές του, το αριστερό χέρι επεξεργάζεται τις λέξεις εννοιολογικά, ενώ
ο δεξιός δείκτης ολοκληρώνει την εξερεύνηση.
Στην πράξη όλοι οι αναγνώστες του braille εφαρμόζουν μια ανάμεικτη διαδικασία για να κερδίσουν χρόνο. Τα δυο χέρια
διαβάζουν ως το κεντρικό κομμάτι της σειράς, μετά χωρίζουν, αφήνοντας το δεξί
να τελειώσει τη σειρά, ενώ το αριστερό πηγαίνει στην επόμενη σειρά (Lewi-Dumont, 1997· Χιουρέα, 1998).
3. Η διαδικασία της ανάγνωσης
Όλα τα παιδιά, βλέποντα ή μη,
μαθαίνουν «αυθόρμητα» να μιλούν, μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον και
αν δεν υπάρχουν προβλήματα ακοής ή άλλα, δεν έχουν ανάγκη από καμιά ειδική
μέθοδο διδασκαλίας για να αποκτήσουν αυτή την ικανότητα. Συγχρόνως τα βλέποντα
παιδιά έρχονται σε επαφή με πολλά στοιχεία ανάγνωσης και γραφής. Όμως ούτε η
ανάγνωση ούτε η γραφή μπορεί να κατακτηθεί αυθόρμητα. Το παιδί για να μπορέσει
να αποκωδικοποιήσει και να μεταγράψει πρέπει πρώτα να διδαχθεί τις διαδικασίες
ανάγνωσης και γραφής. Είναι βασικός ρόλος του σχολείου
να καταστήσει τους μαθητές ικανούς να διαβάζουν και να γράφουν.
Οι μαθητές όταν πρωτοέρχονται στο
σχολείο, δεν έχουν όλοι τις ίδιες αντιλήψεις σχετικά με το γραπτό λόγο. Αυτές
δημιουργούνται από τη σκέψη με βάση την εμπειρία τους (Curto, L.M., Morillo, M.M., Teixido, M.M. 1993). Σε πολλές οικογένειες δε
διαβάζουν εφημερίδες, ούτε βιβλία ή περιοδικά. Επίσης μπορεί να μη γράφουν
καθόλου και να μη διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά. Όπως και να έχει, η γραπτή
κουλτούρα χρειάζεται περισσότερες πληροφορίες από εκείνες που παρέχονται στις
περισσότερες οικογένειες και αυτές τις πληροφορίες οφείλει να τις δώσει το
σχολείο.
Κατά το Smith (1986), η διαδικασία της
ανάγνωσης για τους βλέποντες περιλαμβάνει: αντίληψη, μνήμη, αναγνώριση
γραμμάτων, αναγνώριση λέξεων και κατανόηση. Παρότι ο τελικός σκοπός της
πρόσβασης στην πληροφορία είναι ο ίδιος για αναγνώστες βλέποντες και μη, θα
πρέπει να αναρωτηθούμε αν η διαδικασία της ανάγνωσης είναι ίδια. Δηλαδή αν η
λίστα των συνιστωσών του Smith περιγράφει επακριβώς τη διαδικασία του διαβάσματος των
αναγνωστών με πρόβλημα όρασης, ή μήπως οι συνιστώσες θα έπρεπε να είναι
διαφορετικές (Knowlton, & Wetzel, 1996).
3.1. Αντιληπτικές διεργασίες
Οι
αναγνώστες του braille και οι βλέποντες αναγνώστες
είναι καταρχήν χρήστες της γλώσσας, που χρησιμοποιούν παρόμοιες διαδικασίες για
να βγάλουν το νόημα ενός κειμένου (Danielson et Lamb, 1983). Ο αναγνώστης που διαβάζει με την αφή, κινείται
με το δάχτυλό του επάνω στη γραμμή με τις ανάγλυφες κουκκίδες, από αριστερά
προς τα δεξιά, όπως ο βλέπων κινείται οπτικά (με τα μάτια) επάνω στο έντυπο·
και οι γραμμές braille διαβάζονται από το επάνω μέρος
της σελίδας προς τα κάτω, όπως γίνεται και με το έντυπο κείμενο (Challman, 1996· Gale & Cronin, 1990).
O βλέπων αναγνώστης αντιλαμβάνεται μια λέξη ή ένα σύνολο λέξεων συγχρόνως
και στη συνέχεια προχωράει σταδιακά στο
κείμενό του, με ταχύτητα που εξαρτάται από την εμπειρία, την προσαρμογή των
ματιών, τη συγκέντρωση κλπ.
Ο αναγνώστης του braille ξετυλίγει το κείμενό του προχωρώντας από τον ένα χαρακτήρα/γράμμα
στον επόμενο μέσα σε μια λέξη, συγκρατώντας τους χαρακτήρες στη μνήμη
για να κάνει τις λέξεις και τις φράσεις (Lamb, 1996).
Οι
αντιληπτικές διεργασίες για τους βλέποντες είναι γνωστές (Smith, 1986). Όσον αφορά την ανάγνωση braille, έγιναν έρευνες για το πώς
γίνονται αντιληπτοί οι χαρακτήρες και οι λέξεις braille (Barraga, 1983· Kederis, 1963· Lewi-Dumont, 1997).
Παρατηρώντας
τις αντιληπτικές διεργασίες που εμπλέκονται στο μηχανισμό της ανάγνωσης,
μπορούμε να επισημάνουμε αρκετές διαφορές μεταξύ βλεπόντων και μη βλεπόντων
αναγνωστών: Παρά τις ομοιότητες ανάμεσα στην οπτική και απτική μάθηση και στον
τρόπο με τον οποίο τα παιδιά βλέποντα ή μη βλέποντα εκπαιδεύονται, τα τυφλά
παιδιά δεν μπορούν να μάθουν μιμούμενα ό,τι βλέπουν. Έχουν περιορισμένες εμπειρίες,
λιγότερες ευκαιρίες από τα βλέποντα να αποκτήσουν περιστασιακές γνώσεις, καθώς
επίσης και περιορισμένη πρόσβαση σε κατάλληλο (ανάγλυφο) αναγνωστικό υλικό (Danielson & Lamb, 1983· Lederman, 1982).
3.2. Διεργασίες της μνήμης
Εξετάζοντας το ρόλο που διαδραματίζει
η μνήμη στη διαδικασία της ανάγνωσης braille, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη: α) οι αισθητηριακές
καταγραφές β) η κοντινή μνήμη γ) ότι οι αναγνώστες braille χρειάζονται επιπλέον να
αναπτύξουν την απτική μνήμη (Millar, 1974) και επίσης θα πρέπει να
ληφθούν υπόψη και οι παρακάτω παράγοντες (Knowlton & Wetzel, 1996):
α. Ο αναγνώστης μπορεί να
αφοσιωθεί τόσο πολύ στην απτική διαδικασία, ώστε να μη δίνει καμιά προσοχή στην
περαιτέρω επεξεργασία της πληροφορίας.
β. Η αντιληπτική διεργασία μπορεί
να είναι τόσο αργή, ώστε η συγκράτηση της πληροφορίας στη μνήμη να
παρεμποδίζεται ή να διαταράσσεται.
γ. Το αντιληπτικό «παράθυρο» για το braille είναι μικρό, ειδικά για όσους
διαβάζουν με το ένα χέρι.
δ. Για να μπορέσει να διατηρηθεί
η πληροφορία στην κοντινή μνήμη και μετά να μεταφερθεί στη μακρινή μνήμη, είναι
απαραίτητη η συγκράτηση της προσοχής με τη μορφή της επανάληψης ή διαφορετικών τρόπων διεργασίας.
3.3. Αναγνώριση του γράμματος
Παρότι η έρευνα για το braille περιλαμβάνει πολλές μελέτες
σχετικά με την αναγνώριση
των χαρακτήρων/συμβόλων, αυτές οι
μελέτες αφορούν κυρίως την ακρίβεια στην αναγνώριση και τα λάθη και
όχι τον τρόπο εσωτερικής επεξεργασίας της πληροφορίας. Αυτό ίσως να οφείλεται
σε κάποιες τεχνικές δυσκολίες που παρουσιάζει ο κώδικας braille:
- Ένας
χαρακτήρας braille μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα
απλό γράμμα, αλλά και ένα συνδυασμό γραμμάτων (Rex, 1971) (π.χ. αι, ει, οι, ου, της ελληνικής
γλώσσας συμβολίζονται με ένα χαρακτήρα braille και όχι με τα δυο αντίστοιχα σύμβολα των γραμμάτων α+ι,
ε+ι κλπ ή το st, er και ch της αγγλικής ή το û, à, ù της γαλλικής, που
συμβολίζονται με χαρακτήρες διαφορετικούς από τα συνθετικά τους) ή μια ολόκληρη
λέξη, ανάλογα με το είδος κειμένου που εμπεριέχεται, όπως συμβαίνει στη γαλλική
και αγγλική γλώσσα.
- Οι χαρακτήρες/σύμβολα (ακόμα και λέξεις σε άλλες γλώσσες) που γράφονται στο
σύστημα αυτό, δε διαβάζονται πάντα με ένα και μοναδικό τρόπο: Τα
ίδια σύμβολα (συνδυασμοί ανάγλυφων κουκκίδων) χρησιμοποιούνται στα λογοτεχνικά
κείμενα, στα μαθηματικά και στη μουσική. ΄Ετσι ένας χαρακτήρας braille μπορεί να έχει διαφορετικές
ερμηνείες. Δηλαδή μπορεί να διαβαστεί ως γράμμα, αλλά και ως μαθηματικό σύμβολο
ή μουσική νότα. Επομένως πριν την ανάγνωση ενός γραπτού, πρέπει να
διευκρινίζεται στον αναγνώστη το είδος κειμένου, ώστε να μπορεί να
αποκωδικοποιήσει τα σύμβολα με το σωστό τρόπο.
Με
την προϋπόθεση ότι ο αναγνώστης του braille επεξεργάζεται κάθε χαρακτήρα διαδοχικά, έχουν γίνει αρκετές μελέτες σχετικά με την αναγνωσιμότητα
του κώδικα braille και τους διάφορους παράγοντες που
μπορούν να την επηρεάσουν (Henderson, 1967). Μια πρώτη έρευνα
πραγματοποιήθηκε από την Uniform Type Comittee (UTC) (1913). Ο στόχος ήταν η ταξινόμηση των χαρακτήρων
του αλφαβήτου braille σε σχέση με την αναγνωσιμότητά
τους. Έφτιαξαν 20 λίστες με 160 χαρακτήρες ανά λίστα.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο
αριθμός των κουκκίδων που περιλαμβάνει ένας χαρακτήρας, επηρεάζει την
αναγνώρισή του. Οι λίστες που περιείχαν χαρακτήρες με λίγες
κουκκίδες διαβάζονταν πιο γρήγορα (Knowlton & Wetzel, 1996).
3.4.
Αναγνώριση της λέξης
Σχετικά με την αναγνώριση της
λέξης κατά την ανάγνωση με το σύστημα braille έχουν γίνει διάφορες έρευνες. Οι Nolan και Kederis (1969) μετά από μια σειρά εννέα
μελετών για τον καθορισμό των αντιληπτικών παραγόντων στους
χαρακτήρες/σύμβολα και στην αναγνώριση της λέξης, υπογραμμίζουν την
αναγνώριση των χαρακτήρων καθώς και την αναγνώριση της λέξης στα πρώτα στάδια
της διδασκαλίας της ανάγνωσης.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο
χαρακτήρας/σύμβολο είναι η αντιληπτική μονάδα στην ανάγνωση του braille, ενώ η αναγνώριση της
λέξης είναι αποτέλεσμα της διαδοχικής αφομοίωσης της πληροφορίας που δίνουν οι
χαρακτήρες/σύμβολα.
Ο ρόλος της φωνολογίας στην αναγνώριση των λέξεων,
ιδιαίτερα κατά τη διδασκαλία της ανάγνωσης, συζητήθηκε πολύ από τη δεκαετία του
60. Ο Adams (1990) συνθέτοντας τις έρευνες
για την ανάγνωση και τους ψυχολογικούς παράγοντες που συνδέονται μαζί της,
συμπεραίνει ότι:
α) Η φωνολογία ευνοεί τη
διδασκαλία της ανάγνωσης στις γλώσσες (όπως η ελληνική) όπου υπάρχει άμεση
αντιστοιχία μεταξύ συμβόλων και ήχων.
β) Ο «αυθαίρετος» χαρακτήρας της
αγγλικής γλώσσας (το κάθε γράμμα δε διαβάζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο) καθιστά
τη χρησιμότητα της φωνολογίας λιγότερο σίγουρη για τους αρχάριους αναγνώστες.
γ) Η φωνολογία πρέπει να
διδάσκεται ως μέρος ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ανάγνωσης που συνδυάζει: τη
γραπτή λέξη και τη φωνητική προσέγγιση της ανάγνωσης.
Ø Η θέση του Adams είναι παρόμοια με του Smith (1988) που δήλωσε ότι η
φωνολογία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως παρεμβατικό εργαλείο στην ανάγνωση.
3.5.
Κατανόηση κειμένου
Η κατανόηση της ανάγνωσης τράβηξε
πολύ λιγότερο το ενδιαφέρον των ερευνητών συγκριτικά με άλλα θέματα, παρά το
γεγονός ότι σκοπός της ανάγνωσης είναι η
κατανόηση
του κειμένου, δηλαδή να
καταλάβουμε τη σημασία των λέξεων.
Το πρόβλημα είναι παρόμοιο για το
βλέποντα και το μη βλέποντα αναγνώστη (Wurzbach, 1988): Μετά την αποκωδικοποίηση των συμβόλων ή των
ήχων, ο αναγνώστης πρέπει να τους προσδώσει ένα νόημα, διότι τα σύμβολα ή οι
ήχοι από μόνα τους δεν έχουν νόημα. Αυτή όμως η δραστηριότητα, πόσο πιο δύσκολη
μπορεί να είναι για ένα παιδί με πρόβλημα
όρασης; Το ερώτημα τίθεται κυρίως όταν η έλλειψη κάποιας πληροφορίας ή
εμπειρίας επηρεάζει σημαντικά την κατανόηση του κειμένου (Caton, Pester & Bradley, 1987· Curren, 1988· Eldridge, 1979· Knowlton & Wetzel 1996).
Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι,
επειδή η ανάγνωση είναι κυρίως προσπάθεια συλλογισμού, οι δραστηριότητες
για το ξεκίνημα της ανάγνωσης με το σύστημα braille πρέπει να εστιάζονται στη
γλώσσα, να βασίζονται στις εμπειρίες του αναγνώστη και να
συνδέονται με κείμενα τα οποία να έχουν κάποιο νόημα γι’ αυτόν (Caton, 1979).
4. Μέθοδοι διδασκαλίας της
ανάγνωσης στο Braille
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία
οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί τυφλών μαθητών φαίνεται ότι εφαρμόζουν τις ίδιες
μεθόδους διδασκαλίας με αυτές των βλεπόντων (Caton, 1979· Lewi-Dumont, 1997). Εν τούτοις έχουν
διεξαχθεί αρκετές έρευνες σχετικά με τις στρατηγικές της ανάγνωσης
braille (Crandell & Wallace, 1974· McBride, 1974· Olson, 1976) και τις καλύτερες
μεθόδους διδασκαλίας του braille (Bims, 1976· Caton & Bradley, 1978-79· Tobin, 1971· Umsted, 1972· Χιουρέα, 1998)
καθώς και για τις τεχνικές διδασκαλίας για διευκόλυνση της διαδικασίας
της ανάγνωσης (Caton, 1979· Best, 1992· Portalier, 1994· Troughton, 1992).
Μια σειρά μελετών αφορά το
ερώτημα εάν η διδασκαλία της ανάγνωσης στο Βraille πρέπει να αρχίζει με ολόκληρες
λέξεις ή με γράμματα.
Οι Harley και Rawls (1971) εξέτασαν τις διδακτικές
προσεγγίσεις της ανάγνωσης του braille χρησιμοποιώντας: α) τη βασική σειρά για ανάγνωση των Scott και Foresman (Robinson, Monroe, & Artley, 1965) η οποία υποστηρίζει τη μάθηση με ολόκληρες λέξεις
και β) τη σειρά Lippincott's Basic Reading (McCracken & Walcott, 1963) που προτείνει τη φωνολογική προσέγγιση.
Οι Lowenfeld, Abel και Hatlen (1969) έκαναν μια έρευνα στους
δασκάλους των τοπικών σχολείων. Παρατήρησαν ότι τα 2/3 των εκπαιδευτικών είχαν
ξεκινήσει τη διδασκαλία της ανάγνωσης του braille με λέξεις ή φράσεις, ενώ το 1/3
είχαν ξεκινήσει με το αλφάβητο. Οι
εκπαιδευτικοί που είχαν ξεκινήσει με τα γράμματα, χρησιμοποίησαν λέξεις
λίγο μετά την εκμάθηση των γραμμάτων. Είναι πιθανό οι περισσότεροι να
χρησιμοποίησαν τη μέθοδο των λέξεων, επειδή αυτή εφαρμοζόταν και στους
βλέποντες μαθητές.
Η Cardinale (1973) έκανε μια παρόμοια μελέτη
τέσσερα χρόνια αργότερα. Παρατήρησε ότι ένα αυξημένο ποσοστό εκπαιδευτικών
χρησιμοποίησε μια ποικιλία διαδικασιών. Ελάχιστοι δε εκπαιδευτικοί
δήλωσαν ότι χρησιμοποίησαν τη μέθοδο των λέξεων.
Για τη διδασκαλία της ανάγνωσης
με το σύστημα Βraille έχει επίσης προταθεί η χρησιμοποίηση
διαφορετικών στρατηγικών για τους καλούς και για τους κακούς αναγνώστες (Millar, 1977· Wormsley, 1981).
Το συμπέρασμα είναι, σύμφωνα με
τα διεθνή εμπειρικά δεδομένα, ότι η μεθοδολογική προσέγγιση η οποία θεωρείται
ως η πλέον κατάλληλη για τη διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης στα μικρά παιδιά που δε βλέπουν είναι μάλλον η διαδοχική
επεξεργασία κάθε χαρακτήρα/ συμβόλου braille (Challman, 1996), αφού η αντιληπτική
μονάδα για τον αναγνώστη του braille είναι ο απλός χαρακτήρας/σύμβολο και όχι η λέξη ή το
σύνολο των λέξεων, όπως συμβαίνει με το βλέποντα αναγνώστη (Williams, 1971).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Best, A.
(1992). Teaching children with visual impairments. Birmingham: Children
with Special Needs, ISBN 0-0335-15989-3.
Bουγιούκας. (1987). Το γλωσσικό μάθημα. Αθήνα: Νικόδημος.
Birns, S. (1976). Review of literature on braille reading. New Outlook for the Blind, 70, σελ.
392-397.
Bradley, L. (1988). Making connections in learning to read and to
spell. Applied Cognitive Psychology, 2, σελ. 3-18.
Challman, B.E. (1996). Variables
influencing the identification of single braille characters. Journal
of visual impairment. June-July 1996.
Flanigan,
P.J., and Joslin, E.S. (1969). Patterns
of Response in the Perception of Braille Configurations. This investigation
was supported in part by research and demonstration grant number RD1167-S from
the Vocational Rehabilitation Administration, U.S. Department of Health,
Education, and Welfare, Washington D. C. Outlook.
Foulke, E. (1982). Reading braille. In W. Schiff & F.
Foulke (Eds.), Tactual perception: A sourcebook (σελ. 168-208). New
York: Cambridge University Press.
Gale, G., &
Cronin, P. (1990). A blind child in my classroom. England: Royal
Victorian Institut for the Blind.
Harley, R.K., & Rawls, R.F. (1971). Comparison of several approaches for teaching braille
reading to blind children. American Foundation for the Blind Research Bulletin, 23, σελ. 63-85.
Henderson, F.M. (1967). The effect of character
recognition training on braille reading. Specialist in education
thesis, George Peabody College.
Johnson, B. (1986). Braille reading trends in Australia: A report for
the National Libracy of Australia Canberra: National Library of Australia.
Jones, L., & Wolffe, K. (1996). Improving the competence of
braille teaching staff: Astate agency model. Journal of visual impairment
& blindness, 90(3), σελ. 259-262.
Kederis, C. (1963). The
Legibility of Braille Characters, Unpublished master's thesis, University
of Louisville.
Knowlton, M., & Wetzel, R. (1996). Braille
Reading Rates as a Function of Reading Tasks
Journal of Visual Impairment & Blindness: Special edition on
Literacy May-June 1996
Lamb, G. (1996). Beginning braille: A whole language based strategy. Journal
of visual impairment & blindness, 90(3), σελ. 184-189.
Lederman, S.J. (1982). The perception of texture
by touch. In: Schiff, W., Foulke, E. (Eds.), Tactual perceptions: a
sourcebook. Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 130-167.
Lewi-Dumont,
N. (1997). L’apprentissage de la lecture chez les enfants aveugles.
Lille: Presses Universitaires du Septentrion.
Lorimer, J. (1972). A
summary of research in braille reading. Teacher of the Blind, 60, σελ.106-110.
Lowenfeld, B., & Abel, C.L. (1967). Methods of teaching braille
reading: Final report. San Francisco, Calif.: San Francisco State College
Lowenfeld, B., Abel, C.L., & Hatlen, P.H. (1969). Blind
children learn to read. Springfield: Charles C. Thomas.
McBride,
V.G. (1974). Explanation
in rapid reading in braille. New Outlook
for the Blind 68, σελ. 8-12.
McCracken, C.,& Walcott, C.C.
(1963). Basic reading. Philadelphia: J. B. Lippincott Co.
Mangold, S.S. (1978). Tactile
perception and braille letter recognition: Effects of developmental
training. Journal of Visual Impairment&Blindness,72, σελ.259-266
function of three
spacing variables. J. Applied psychol., 42, 3, σελ. 163-165.
Rex, E.J. (1971). A study of basal readers and experimental
supplementary instructional materials for teaching primary reading in braille. Part II:
Instructional materials for teaching reading in braille. Education of the
Visually Handicapped, 3, σελ. 1-7.
Russier, S. (1996). Comment
nos doights voient les images, Actes du colloque PCH’96, Lyon, σελ. 203-207.
Tobin, M.J. (1971). Programmed instruction and
braille learning. Study 4. Teaching methods and ergonomic variables in the
learning of braille: an experimental and correlational study, σελ.50-79.
Troughton, M. (1992). One is fun: Guidelines for better braille
literacy. Brantford, ON: Dialatype.
Χιουρέα, Ρ. (1998). Εισαγωγή στην εκπαίδευση των τυφλών στην Ελλάδα.. Aθήνα: Λύχνos.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου