Σιωπηλός άγγελος
Ένα συγκλονιστικό διήγημα, που διεισδύει στην ψυχή των γονιών... Αποτυπώνει τον πόνο αλλά και το πέρασμα στην ευθύνη, τα αντικρουόμενα συναισθήματα...
Το έντονο
κορνάρισμα από το μπλε Golf, που
κινούνταν σαν αστραπή στη Λεωφόρο Κηφισίας έκανε τους οδηγούς να κοιτάνε με
απορία τους επιβάτες του, μόλις αυτό βρισκόταν πίσω, πλάι, μπροστά τους. Στο
κάθισμα του οδηγού ο Ιάσονας κάθιδρος προσπαθούσε να περάσει, όσο πιο γρήγορα
μπορούσε ανάμεσα από τα υπόλοιπα οχήματα, που ανέβαιναν κι αυτά προς τα πάνω.
Δίπλα του σωριασμένη με ζωγραφισμένη την αγωνία στο αναψοκοκκινισμένο της
πρόσωπο η ετοιμόγεννη Πηγή δάγκωνε τα χείλη της από τις σουβλιές που τρύπαγαν
τα σωθικά της οι μικροί κοφτοί πόνοι. Λίγο πριν είχε ανακοινώσει με κλαούρικο*
βλέμμα στο σύζυγό της, «πως τα νερά έσπασαν», όπως συνηθίζεται να λένε οι
γυναίκες, μόλις φτάσει η μαγική εκείνη ώρα της γέννησης.
Κάποιες ώρες αργότερα οι δυο τους παρέα με τα
παππούδια, τις γιαγιάδες, αδέλφια και το υπόλοιπο σόι, η ελληνική υποδοχή των
βρεφών σε όλο της το μεγαλείο, κοίταζαν με λατρεία το άγνωστο μέχρι τότε
πλασματάκι τους. Ένα μωρό πανέμορφο, όμοιο με τους αγγέλους, που στολίζουν τις
αναγεννησιακές εικόνες.
-Μονάκριβέ μου, ψιθύρισε η μάνα στο σπλάχνο
της, καλώς όρισες στη ζωή μας. Κοίταζε συνέχεια τη μινιατούρα που κρατούσε
αγκαλιά, χαμογελούσε στον μπόμπιρα με το διάφανο δέρμα, χωρίς να μπορεί να
εξηγήσει το σφίξιμο που ένιωθε, την ώρα που ο μικρός ρουφούσε λαίμαργα, μα
αδέξια το μητρικό γάλα.
Ο γυρισμός στο σπίτι, ύστερα από λίγες μέρες
μετατράπηκε σε οικογενειακό πανηγύρι, σε βασιλική υποδοχή. Ο καημός και ο πόθος
τόσων χρόνων για την απόκτηση ενός παιδιού δεν θα μπορούσε παρά μόνο να
μετατραπεί σε ξέφρενο γλεντοκοπιό. Όλοι υποταγμένοι στο μικρό πρίγκιπα, τον Άγγελο, όπως ονομάστηκε ο πιτσιρικάς
λίγους μήνες αργότερα, παίρνοντας το όνομα του παππού του, που καμάρωνε με
περισσή χάρη την ώρα του μυστηρίου. Μόνο η μάνα όλο αυτόν τον καιρό συμμετείχε
αφηρημένα στις χαρούμενες ετοιμασίες για το γιο της. Κοίταζε το μωρό και έπιανε
την απουσία του χαμόγελού του απέναντι στα δικά τους, τη δυσφορία του στα
χάδια, την έντονη εστίασή του σε ένα σκυλάκι που κρέμονταν πάνω από την κούνια
και το γύρισμα του βλέμματός του σε αυτό μόλις απομακρύνονταν.
Η ανησυχία της πλανιόταν γύρω της και σαν
ζηλιάρικο ξωτικό, την παίδευε, δεν την άφηνε να χαρεί. Κοίταζε με λατρεία τα
ξανθά μαλλιά του μοναχογιού της, τα σκούρα μπλε μάτια του, σκυμμένη πάνω στο
παιδικό κρεβάτι, να διακρίνει ακόμη και την ώρα του ύπνου του κάποιο σημάδι.
Εκμυστηρεύτηκε στον άντρα της, το βάσανο που την έτρωγε, μα την καθησύχασε
λέγοντας πως απλά ο γιόκας τους είναι «γαλαζοαίματος». Όσο ο Άγγελος μεγάλωνε,
τόσο η Πηγή βεβαιωνόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήδη είχε κλείσει τα δύο και
το λεξιλόγιό του όχι απλά ήταν φτωχό, αλλά ήταν αδύνατο να συνδυάσει απλές
λέξεις. Άσε αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις των χεριών του και το μπροστά
πίσω του κορμού του, η αδυναμία του να τους ζητήσει κάτι, να τους δείξει, να
ακολουθήσει τα χέρια τους στα αντικείμενα, που του έδειχναν. Άρχισε να
ξημεροβραδιάζεται στο διαδίκτυο, να αντλεί πληροφορίες, να αναζητά έμπειρο
αναπτυξιακό παιδίατρο, να τον συμβουλευτεί και να τρέξει τον Άγγελό της.
Πίεζε διαρκώς τον Ιάσονα να επισκεφθούν το
γιατρό, αλλά αυτός με χιουμοριστικό στόμφο της απαντούσε, πως τα αγόρια αργούν
να μιλήσουν, να αναπτυχθούν. Η άγρυπνη ματιά της πλανιόταν στο βλαστάρι της,
τον μελετούσε, αποτύπωνε τις κινήσεις του, στεκόταν με αγωνία στο βλέμμα του.
Αχ! Αυτό το βλέμμα του! Χαμένο ώρες ώρες σε ένα απροσδιόριστο κενό. Κρυφή
ελπίδα πως όλα θα περάσουν, όταν ο κανακάρης τους θα μεγάλωνε λίγο ακόμα. Μα οι
φόβοι της άγρια πουλιά την παραμόνευαν να την κατασπαράξουν. Περίμεναν την
κατάλληλη στιγμή για να της μπήξουν τα γαμψά τους νύχια στις σάρκες της, να τη
ματώσουν, να την ξεσκίσουν. Το καλοκαιρινό μπάνιο μια Κυριακή του Ιούλη
μετατράπηκε σε εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που θα φυλάκιζε τη ζωή της και θα άλλαζε
τη ρότα της οικογένειάς της, αυτή τη ρότα που έβαψε με παραμυθένια χρώματα στον
καμβά της ολοκλήρωσης, μόλις έγινε μητέρα.
Ο Άγγελος πλατσούριζε στα ζεστά νερά, που
στραφτάλιζαν απ’ τις χρυσές ηλιαχτίδες. Τα μάτια της δεν τον άφηναν
δευτερόλεπτο, τον ακολουθούσαν προσεχτικά κοιτώντας τον στο παιχνίδι με τη
θάλασσα. Ξαφνικά ο ουρανός τους σκοτείνιασε. Ο μικρός άρχισε να ουρλιάζει, να
κροταλίζει τα χέρια του πάνω κάτω στο αλμυρό νερό. Έντρομοι, τρομαγμένοι
αγκάλιαζαν το παιδί. Αυτό με όλη του τη δύναμη ούρλιαζε, τους απωθούσε και
κουνιόταν πέρα δώθε. Πού να’ ξερε η Πηγή πως εκείνη την ώρα δεν κρατούσε απλά
το αγόρι της, αλλά βαρύ σταυρό, για να ανέβει το δικό της Γολγοθά, αυτόν που οι
Μοίρες της κλήρωσαν με τον ερχομό του πρωτότοκού της.
Η επιστροφή στο σπίτι θύμιζε ανταριασμένο
ουρανό, φουρτουνιασμένη θάλασσα. Τα πρόσωπα του ζευγαριού ρουφηγμένα από τη
στεναχώρια προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό που έκανε το παιδί τους να
αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο. Η βουβή σιωπή κάλυπτε με πυκνό πέπλο το δωμάτιο,
το έκανε ασφυκτικό, τους τραβούσε σε μια φοβερή δίνη. Η μάνα από ένστικτο ήξερε
πως τίποτα από δω και πέρα δεν θα ήταν ίδιο. Οι ελπίδες κάηκαν σαν τα φτερά της
νυχτοπεταλούδας, όταν πλησιάζει τη φλόγα του κεριού, στο ραντεβού τις επόμενες
μέρες με γνωστό αναπτυξιολόγο, που έβαλε επίσημα τη σφραγίδα στο άγραφο μέχρι
τώρα χαρτί, τι να έχει ο μικρός. Η λιακάδα που ζέστανε το σπίτι τους με τη
γέννηση του μωρού, μεταμορφώθηκε σε μολυβιά σύννεφα κινούμενα απειλητικά στην
ψυχή, στην καρδιά, στη ζωή τους ολάκερη. Η Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή, η
ιατρική ορολογία που χρησιμοποίησε ο γιατρός για τον Άγγελο, έβαλαν επίσημα την
ταμπέλα στις σκέψεις, στους φόβους της. Αυτισμός, αυτισμός, αυτισμός,
επαναλάμβανε αργόσυρτα μόνη της σαν δίσκος που κόλλησε πάνω στο πικ-απ.
Το σοκ και οι ενοχές που
ακολούθησαν σαν άπληστες Ερινύες, θέλησαν να στραγγίξουν από την ύπαρξή τους τα
πάντα. Το πρόσωπο του Ιάσονα αγκάλιασε βαθιές ρυτίδες, ενώ τα μαλλιά του
στολίστηκαν με μπαμπακένιες τούφες. Η Πηγή από την άλλη έκρυψε τα μελιά της
μάτια μέσα σε μια παγερή μάσκα, το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της στον πόνο και
κινούνταν αδιάφορα εκτελώντας καλοκουρδισμένες κινήσεις. Το μυαλό τους άρχισε
να κινείται σε μονοπάτια δύσκολα, να ξημεροβραδιάζεται στο ποιος φταίει, σε ένα
ατέλειωτο γιατί, στις ρίζες των γενεαλογικών τους δέντρων. Έψαχναν βαθιά,
κατέβαιναν στα έγκατα της γης και αρρώσταιναν. Το σπιτικό τους μεταμορφώθηκε σε
βρόγχο που τους έσφιγγε κάθε μέρα και πιο πολύ. Ο μόνος που δε συμμεριζόταν την
καινούρια κατάσταση ήταν ο μικρός και αυτό όχι μόνο εξαιτίας της ηλικίας του,
απλά γιατί δεν μπορούσε να αφουγκραστεί τα συναισθήματα των γονιών του.
Η καθημερινότητα άρχισε να γίνεται ασήκωτη. Το
έβλεπες στα μάτια του ζευγαριού πως ο καθένας έριχνε ευθύνες στον άλλο.
Κουβέντες πικρές, λόγια αγκάθια τρύπαγαν την αγάπη, τη χαρά, ροκάνιζαν το
σπιτικό τους. Ο Ιάσονας όλο και πιο συχνά έβρισκε αφορμές για να αργεί να
γυρίσει από τη δουλειά, να μη βρίσκεται μέσα στο πρόβλημα, όπως συνήθιζε να το
λέει μετά την επίσκεψη στο γιατρό. Η Πηγή από την άλλη άρχισε να παραμελεί το
παιδί, τον εαυτό της, το σπίτι. Έγινε μια σκιά, που σερνόταν αδιάφορα,
κλαίγοντας καθημερινά. Κοίταζε το αγόρι της σαν κάποιον ξένο που ήρθε
απρόσκλητα και θόλωσε τα κρυστάλλινα νερά της μέχρι τότε ζωής τους. Σε αυτή την
κατάσταση τη βρήκε η μητέρα της, όταν την επισκέφθηκε την Κυριακή το πρωί.
Βλέποντάς τη μαρμαρωμένη, να στέκεται σαν κέρινη κούκλα, να μην αντιδρά και τον
Ιάσονα αδιάφορο, κακεντρεχή και με επιθετικότητα απέναντι σε όλους, δεν άντεξε,
ύψωσε τη φωνή και τα λόγια της όρμησαν ελεύθερα άτια, που έτρεχαν σε απάτητα
χώματα.
-Δεν θα ανακατευτώ στα
οικογενειακά σας, ούτε θα σας πω, πώς πρέπει να συμπεριφερθείτε αναμεταξύ σας.
Είστε ενήλικες και γνωρίζετε καλύτερα από μένα. Ο πόνος σας είναι βαρύς, τον
σέβομαι, αλλά δεν θα μασήσω τα λόγια μου. Θα σας τα πω και κάντε ό, τι θέλετε.
Αν αυτό το παιδί, το παιδί σας, είναι βάρος για σας, να το δώσετε, να το
σκοτώσετε, αν νομίζετε, πως θα ελευθερωθείτε και η ζωή σας θα ξαναβρεί το ρυθμό
της. Έτυχε, όπως θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα, όπως συμβαίνει σε τόσα
ζευγάρια. Η λοταρία της ζωής κλήρωσε τον Άγγελο για σας. Γιατί βάλατε όρια;
Ποιος ορίζει πως πρέπει να αγαπάτε μόνο ένα αρτιμελές παιδί, ένα παιδί υγιές;
Ψάξτε να βρείτε ένα σύγχρονο Καιάδα, να το πετάξετε. Την αδιαφορία όμως δεν θα
την επιτρέψω. Το αγόρι σας έχει τα ίδια δικαιώματα σε αυτή τη ζωή με όλα τα
παιδιά του κόσμου. Αν δεν είστε άξιοι για το αγγελούδι σας, μπρος τώρα
τελειώνετε μαζί του.
Τα επόμενα λεπτά συνοδεύτηκαν με την κραυγή
ενός αγριμιού που έσκουζε λαβωμένο.
-Μάνα γιατί; Γιατί σε μένα; Γιατί
σε μας; Τι φταίξαμε; Σε ποιον κάναμε κακό και μας τιμώρησε ο Θεός;
Τα αναφιλητά της μπλέκονταν με
δυνατές κραυγές, έσχιζαν τον αέρα του δωματίου, κομμάτιαζαν την ανθρώπινη
ύπαρξη.
-Κλάψε Πηγή μου, κλάψε κορίτσι μου
να ξαλαφρώσεις. Μη ρωτάς γιατί. Κανένας δεν μπορεί να σου απαντήσει. Μόνο ο
Θεός. Αλλά και αυτός τι θα μπορούσε να σου πει; Γι’ αυτόν όλοι είμαστε δικά του
παιδιά και μας αγαπάει το ίδιο. Τι νομίζεις πως θα σου έλεγε; Ο Ιάσονας
στεκόταν συντετριμμένος. Κοίταζε μάνα και κόρη χωρίς να μπορεί να αρθρώσει
λέξη. Δε θυμόταν πόσες μέρες είχαν περάσει από την επίσκεψη στο γιατρό, πόσες
μέρες που δεν είχε κοιτάξει κατάματα τη γυναίκα του. Δε θυμόταν από πότε είχε
να ακουμπήσει το γιο του. Έκλαιγε με αναφιλητά, κρύβοντας το πρόσωπό μέσα στις
παλάμες του. Φοβόταν τα λόγια, τα κακεντρεχή βλέμματα, τα σχόλια του κόσμου. Μα
τι σημασία έχουν όλα αυτά μπροστά σε μια παιδική ψυχή;
Το γοερό κλάμα τους σίγασε.
Ξαφνικά το δωμάτιο μεγάλωσε, έγινε πιο ευρύχωρο. Άρχισαν να αναπνέουν τον ανοιξιάτικο
αέρα, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο. Η μητέρα της Πηγής σηκώθηκε και
της έβαλε ένα χαρτί στο χέρι.
-Νομίζω, πως θα σας αρέσει. Το
έγραψε μια μητέρα για το γιο της, που ήταν «διαφορετικός».
Προτού ανοίξει την πόρτα να φύγει,
πέρασε από το δωμάτιο του εγγονού της. Χάιδεψε το ξανθό κεφάλι και γλίστρησε
έξω, όσο πιο αθόρυβα, για να μην τον ξυπνήσει. Κατεβαίνοντας τις σκάλες άκουσε
την κόρη της να διαβάζει δυνατά τις λέξεις του τσαλακωμένου χαρτιού.
Aν
για τους
άλλους είσαι ο βάτραχος
που ποτέ
δε θα γίνει πρίγκιπας,
για μένα
είσαι ο
πρίγκιπας που κάθε μέρα βουτά
σε βαθιά
νερά και μεταμορφώνεται.
Όταν
οι άλλοι σε κοιτούν
με οίκτο και γυρνούν
το κεφάλι στο πέρασμά σου,
εγώ σε
κοιτώ και θαυμάζω τη δική σου
ξεχωριστή ομορφιά!
Είσαι κομμάτι από μένα κι αν σ’ αρνηθώ,
έχω
αρνηθεί την ύπαρξή μου.
Γιατί παλεύεις καθημερινά να κατακτήσεις,
όσα οι
άλλοι θεωρούν αυτονόητα.
Γιατί το πιο απλό, είναι για σένα πολύπλοκο.
Δεν μπορώ
να γίνω τα μάτια σου για να δεις τον ήλιο,
μα μπορώ
να σου δείξω την ανατολή!
Είμαι δίπλα σου να
κυνηγήσουμε μαζί τα όνειρά
σου.
Θέλω να μου
δείξεις το δρόμο για το δικό σου κόσμο
κι εγώ θα βρω τρόπο να σ’
ακολουθήσω.
Αγνοώ,
θυμώνω, φοβάμαι, δειλιάζω
αλλά θέλω…
Θέλω να μπορείς, θέλω να ελπίζεις,
Θέλω να έχεις, θέλω ν’ α γ α π ά ς!
Ο Ιάσονας τρέμοντας σκούπιζε τα βρεγμένα μάτια
της. Κρατώντας την τρυφερά αγκαλιά, της ψιθύρισε με βραχνή φωνή:
-Δύσκολη ανηφοριά Πηγούλα μου, αλλά παρέα θα
καταφέρουμε να την ανέβουμε. Τι λες και συ;
_
γράφουν οι
_____
Κλαούρικο:
κλαψιάρικο
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!